- ενοικιαστήριος
- -α, -ο1. αυτός που αναφέρεται στην ενοικίαση2. το ουδ. ως ουσ. το ενοικιαστήριοα) συμβόλαιο ή συμφωνητικό μισθώσεωςβ) έγγραφη αγγελία σε εφημερίδα ή σε εμφανές σημείο τού ακινήτου με την οποία ανακοινώνεται η ύπαρξη διαθέσιμου ακινήτου για νοίκιασμα.[ΕΤΥΜΟΛ. < ενοικιαστής. Η λ. ενοικιαστήριον μαρτυρείται από το 1833 στους Ελληνικούς Κώδικες].
Dictionary of Greek. 2013.